γραμματοκομιστής

γραμματοκομιστής
ο письмоносец, почтальон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γραμματοκομιστής" в других словарях:

  • αλιαδίτης — ἁλιαδίτης, ο (Α) γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάς, η ή ἁλιάδης] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφόρος — και βιβλιαφόρος, ο (Α) ο γραμματοκομιστής …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • επιστολέας — ο (Α ἐπιστολεύς) [επιστέλλω] υπαρχηγός τού στόλου ή αντιπρόσωπος τού αρχηγού τού στόλου αρχ. 1. αυτοκρατορικός γραμματέας 2. γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος …   Dictionary of Greek

  • επιστοληφόρος — ἐπιστοληφόρος, ὁ (Α) γραμματοκομιστής …   Dictionary of Greek

  • επιστολιαφόρος — ἐπιστολιαφόρος, ὁ (Α) γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστόλιον + φόρος (< φέρω) ή < επιστολή + φόρος με επίδραση τού αγγελιαφόρος] …   Dictionary of Greek

  • πιττακοφόρος — ὁ, Μ ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκ ιον + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ταβελλάριος — ὁ, ΜΑ γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellarius «επιστολιαφόρος» (πρβλ. και ταβέλλα)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρόμος — ο ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»